ευνουχιας

ευνουχιας
    εὐνουχίας
    -ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευνουχιας" в других словарях:

  • ευνουχίας — εὐνουχίας, ὁ (Α) [ευνούχος] 1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ εὐνουχίας διατελεῑν ὄντας», Αριστοτ.) 2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχίας — εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc acc pl εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαι — εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαις — εὐνουχίας like a eunuch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίου — εὐνουχίας like a eunuch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχία — εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc/acc dual εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg (attic) εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc gen sg (doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαν — εὐνουχίᾱν , εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg (attic epic doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίᾳ — εὐνουχίαι , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχείον — εὐνουχεῑον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α) είδος μαρουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)] …   Dictionary of Greek

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»